Μια μελέτη του Στέφανου Ξανθουδίδη στα 1909 κι ένα ποίημα του Στέφανου Σαχλίκη, ποιητή του Χάνδακα του 14ου αιώνα, που καταστράφηκε απ’ το πάθος του για τα τυχερά παιχνίδια. Ακόμη, η απαγόρευση του αρχηγού της Κρητικής Χωροφυλακής στις γιορτές του 1899.
“Απαγορεύονται η μπασέτα, οι λασκινές, ο φαραώ, ο μπακαράς, η ρουλέτα”
H διαταγή του αρχηγού της Κρητικής Χωροφυλακής Ιταλού Κραβέρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1899
Τα αγαπημένα των ημερών τυχερά παιχνίδια είναι και απαγορευμένα. Και αυτή δεν είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο στο σήμερα, αλλά από τότε που η πολιτεία ήταν οργανωμένη στη χώρα μας, χαρτιά και ζάρια είχαν τεθεί σε απαγόρευση.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1899 το αρχηγείο της Κρητικής Χωροφυλακής με διαταγή του απαγόρευσε τη διενέργεια όλων των τυχερών παιχνιδιών, σε οποιοδήποιε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, με την απειλή χρηματικής ποινής, κατασχέσεων ή και φυλάκισης για κάθε παραβάτη.
Και ως τυχερά προσδιορίζονταν όσα επέφεραν κέρδος ή ζημία αποκλειστικά μέσω της τύχης. Τέτοια παιγνίδια ονομάζονταν, μεταξύ άλλων, η μπασέτα, ο λασκινές, ο φαραώ, ο μπακαράς, η ρουλέτα.
Με τις διατάξεις είχε απαγορευθεί και η διακίνηση λαχείων, με εξαίρεση αυτά που αφορούσαν σε αγαθοεργούς σκοπούς ή στην ενθάρρυνση των τεχνών, πάντα όμως με την πορηγούμενη άδεια των Αρχών.
Η διαταγή αυτής της Χωροφυλακής, που υπέγραφε ο πρώτος διοικητής της Ιταλός Κραβέρη, είχε ως εξής:
“Αρθρο 1. Απαγορεύονται τα τυχηρά παιγνίδια εις λέσχας, ξενοδοχεία, καφανεία, καπηλεία και εις οίκους, εις ους η είσοδος επιτρέπεται εις τους παίκτας ελευθέρως ή κατά σύστασιν των ενδιαφερομένων, ή συνεταίρων.
Αρθρο 2. Απαγορεύονται επίσης τα τυχηρά παιγνίδια εις τα δημοσίας οδούς, τας πλατείας, και εν γένει τους δημοσίους τόπους.
Αρθρο 3. Απηγορευμένα τυχηρά παιγνίδια θεωρούνται, η μπασέτα, λασκινές, φαραώ, μπακαράς, ρουλέτα ως και πάντα εκείνα, ων το κέρδος ή η ζημία, χάριν κερδοσκοπίας, εξαρτώνται καθ’ ολοκληρίαν, η σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν, εκ της τύχης.
Αρθρ4. Απαγορεύεται εις τα εν τοις προηγουμένοις άρθροις αναφερόμενα μέρη παν είδος λαχείου, εκτός των αφορώντων κινητά αντικείμενα, αποκλειστικώς περιωρισμένα εις σκοπούς αγαθοεργούς, ή προς ενθάρρυνσιν των τεχνών, και περί ου έχει δοθή προηγουμένη έγκρισις, κατά τους υπό του Νόμου οριζομένους τύπους, της αρμοδίας Διοικητικής Αρχής.
Αρθρο 5. Ως λαχεία θεωρούνται, η πώλησις ακινήτων ή κινητών, ή εμπορευμάτων, ων η κυριότης αποκτάται δια της τύχης, και εν γένει άπασαι αι προσφερόμεναι εις το δημόσιο πράξεις, αίτινες γεννώσι την ελπίδα του εκ της τύχης κέρδους.
Αρθρ.6. Οι μετερχόμενοι απηγορευμένα τυχηρά παιγνίδια, καταδικάζονται κατά το άρθραν 683 του Ποινικού Νόμου, προς τη δημεύσει των σκευών, εις πρόστιμον ή εις κράτησιν, εργολάβος μεν και συνεργός τουλάχιστον εις είκοσι δραχμών πρόστιμον, ή τριών ημερών κράτησιν, οι δε λοιποί συναίτιοι τουλάχιστον εις δέκα δραχμών πρόστιμον ή τριάκοντα εξ ωρών κράτησιν. Εις ξενοδόχους, οίτινες γίνονται ένοχοι του πταίσματος τούτου, επιχειρούντες, προάγοντες ή υποθάλποντες τα απηγορευμένα παιγνίδια, το ξενοδοχικόν των επιτήδευμα λογίζεται ως ιδία επιβαρύνουσα αιτία, και επομένως δύναται ο δικαστής να τους επιβάλη εν ταυτώ πρόστιμον και κρά τησιν.Εν Χανίοις τη 19/31 Δεκεμβρίου 1899
Ο Μοίραρχος Διοικητής
ΚΡΑΒΕΡΗ
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1899 το αρχηγείο της Κρητικής Χωροφυλακής με διαταγή του απαγόρευσε τη διενέργεια όλων των τυχερών παιχνιδιών, σε οποιοδήποιε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, με την απειλή χρηματικής ποινής, κατασχέσεων ή και φυλάκισης για κάθε παραβάτη.
Και ως τυχερά προσδιορίζονταν όσα επέφεραν κέρδος ή ζημία αποκλειστικά μέσω της τύχης. Τέτοια παιγνίδια ονομάζονταν, μεταξύ άλλων, η μπασέτα, ο λασκινές, ο φαραώ, ο μπακαράς, η ρουλέτα.
Με τις διατάξεις είχε απαγορευθεί και η διακίνηση λαχείων, με εξαίρεση αυτά που αφορούσαν σε αγαθοεργούς σκοπούς ή στην ενθάρρυνση των τεχνών, πάντα όμως με την πορηγούμενη άδεια των Αρχών.
Η διαταγή αυτής της Χωροφυλακής, που υπέγραφε ο πρώτος διοικητής της Ιταλός Κραβέρη, είχε ως εξής:
“Αρθρο 1. Απαγορεύονται τα τυχηρά παιγνίδια εις λέσχας, ξενοδοχεία, καφανεία, καπηλεία και εις οίκους, εις ους η είσοδος επιτρέπεται εις τους παίκτας ελευθέρως ή κατά σύστασιν των ενδιαφερομένων, ή συνεταίρων.
Αρθρο 2. Απαγορεύονται επίσης τα τυχηρά παιγνίδια εις τα δημοσίας οδούς, τας πλατείας, και εν γένει τους δημοσίους τόπους.
Αρθρο 3. Απηγορευμένα τυχηρά παιγνίδια θεωρούνται, η μπασέτα, λασκινές, φαραώ, μπακαράς, ρουλέτα ως και πάντα εκείνα, ων το κέρδος ή η ζημία, χάριν κερδοσκοπίας, εξαρτώνται καθ’ ολοκληρίαν, η σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν, εκ της τύχης.
Αρθρ4. Απαγορεύεται εις τα εν τοις προηγουμένοις άρθροις αναφερόμενα μέρη παν είδος λαχείου, εκτός των αφορώντων κινητά αντικείμενα, αποκλειστικώς περιωρισμένα εις σκοπούς αγαθοεργούς, ή προς ενθάρρυνσιν των τεχνών, και περί ου έχει δοθή προηγουμένη έγκρισις, κατά τους υπό του Νόμου οριζομένους τύπους, της αρμοδίας Διοικητικής Αρχής.
Αρθρο 5. Ως λαχεία θεωρούνται, η πώλησις ακινήτων ή κινητών, ή εμπορευμάτων, ων η κυριότης αποκτάται δια της τύχης, και εν γένει άπασαι αι προσφερόμεναι εις το δημόσιο πράξεις, αίτινες γεννώσι την ελπίδα του εκ της τύχης κέρδους.
Αρθρ.6. Οι μετερχόμενοι απηγορευμένα τυχηρά παιγνίδια, καταδικάζονται κατά το άρθραν 683 του Ποινικού Νόμου, προς τη δημεύσει των σκευών, εις πρόστιμον ή εις κράτησιν, εργολάβος μεν και συνεργός τουλάχιστον εις είκοσι δραχμών πρόστιμον, ή τριών ημερών κράτησιν, οι δε λοιποί συναίτιοι τουλάχιστον εις δέκα δραχμών πρόστιμον ή τριάκοντα εξ ωρών κράτησιν. Εις ξενοδόχους, οίτινες γίνονται ένοχοι του πταίσματος τούτου, επιχειρούντες, προάγοντες ή υποθάλποντες τα απηγορευμένα παιγνίδια, το ξενοδοχικόν των επιτήδευμα λογίζεται ως ιδία επιβαρύνουσα αιτία, και επομένως δύναται ο δικαστής να τους επιβάλη εν ταυτώ πρόστιμον και κρά τησιν.Εν Χανίοις τη 19/31 Δεκεμβρίου 1899
Ο Μοίραρχος Διοικητής
ΚΡΑΒΕΡΗ
Η απαγόρευση στην Ενετοκρατία κι ένα ποίημα του περίφημου Σαχλίκη, που καταστράφηκε από τα τυχερά παιγνίδια
Φαίνεται ότι την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη η κακή συνήθεια των τυχερών παιγνιδιών, κυρίως των ζαριών, αποτελούσε πραγματικό πρόβλημα. Ο εκ των πλέον επιφανών των γραμμάτων Στέφανος Ξανθουδίδης, δημοσίευσε το 1909 στο περιοδικό “Ο Κρητικός Λαός”, που κυκλοφόρησε στο Ηράκλειο από τους Ιωάννη Χατζηιωάννου και Γεώργιο Ελευθεριάδη, σχετική μελέτη, την οποία συνόδευσε με ένα ποίημα του Ηρακλειώτη ποιητή του 14ου αιώνα Στέφανου Σαχλίκη.
Ο Σαχλίκης, αν και καταγόταν από έντιμη και εύπορη οικογένεια, κατασπατάλησε την περιουσία του στα ζάρια και τα πορνεία, με αποτέλεσμα τελικά να κλειστεί στη φυλακή, όπου και έγραψε το ποίημα -παραίνεση προς νέο να μην ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο της ασωτίας.
Διαβάζομε στο ενδιαφέρον κείμενο του τότε εφόρου αρχαιοτήτων Κρήτης:“Τα ζάρια
“Η των κύβων παιδιά ανάγεται εις πολύ παλαιάν εποχήν. Ο Ηρόδοτος λέγει ταύτην εφεύρεσιν των αρχαίων Λυδών, ο Σοφοκλής την αποδίδει εις τον εφευρετικόν Παλαμήδην της Τρωικής εποχής, ο δε Πλάτων εις τον Αιγύπτιον Θεύθ.
Παρ’ Ελλησι και τοις Ρωμαίοις η παιδιά δια τριών κύβων ήτο τόσον διαδεδομενη, ώστε όχι μόνον μας παρεδόθησαν υπό των αρχαίων συγγραφέων τα ιδιαίτερα ονόματα των διαφόρων βόλων αριθμούμενα περί τα εξήκοντα πέντε, αλλά και συγγράμματα ανα- φέρονται περί κύβων και της κυβείας, όπως λ.χ. το του Αυτοκράτορος Κλαυδίου μανιώδους κυβευτού “περί της των κύβων παιδιάς”!
Παρά των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων εκληρονόμησαν το κυβεύειν οι Βυζαντινοί και παρά τούτων πιθανώτατα παρέλαβον αυτήν οι Ενετοί. Νέα δε λέξις μεσαιωνική επλάσθη προς δήλωσιν των κύβων και την κυβείαν το λατινικόν Azardus και το ελληνικόν Ζάρια.
Οι Ενετοί καταλαβόντες την Κρήτην κατά τας αρχάς του 13ου αιώνος εισήγαγον προς τοις άλλοις και τους κύβους, οι οποίοι δεν ήσαν πλέον παιδιά προς διασκέδασιν, αλλά κυβεία αληθής επί χρήμασιν, εις ην νέοι και γέροντες, ευγενείς αστοί και άνθρωποι του λαού μετά μανίας επεδίδοντο καταναλίσκοντες τον χρόνον εν αργία και ασωστεύοντες τα υπάρχοντα.
Η Ενετική της νήσου Διοίκησις ηθέλησε φαίνεται ενίοτε αν ουχί να εξάλειψη το κακόν (τούτο ήτο αδύνατον), αλλά να το περιορίση τουλάχιστον εν τίνι μέτρω. Βλέπομεν όθεν ότι εν Χάνδακι τη πρωτευούση της νήσου, όπου η ολεθρία παιδιά είχεν υπερπλεονάσει, εξεδόθησαν κατά καιρούς προκηρύξεις περιοριστικοί επιβάλλουσαι χρηματικάς ποινάς εις τους παραβάτας. Δύο τοιαύτας προκηρύξεις (Banna) ευρίσκω δημοσιευμένας μεταξύ άλλων υπό τους εκ Βέρνης J. Jegerlener εις το Βυζαντινόν Δελτίον του Κρουμάχερ εκ της 14 εκατονταετηρίδος, τας οποίας εν μεταφράσει παραθέτω ενταύθα.18 Ιανουαρίου 1350“Προεκηρύχθη δημοσία υπό του κήρυκος Πέτρου Βίδου. Κανείς εις το εξής να μη τολμήση να παίζη τα ζάρια με χρήματα αλλαχού παρά κάτωθι της Λέσχης1 επί ποινή πέντε υπερ πύρων δια τον καθένα εκάστην φοράν.
Ανατίθεται δε εις τους δημοσίους κατηγόρους (Advocatores Communis) να ενεργώσι τας ανακρίσεις περί των παραβατών!28 Ιουνίου 1366“Προεκηρύχθη δημοσία από της Λέσχης και έξω των Πυλών του Χάνδακος δια του δημοσίου κήρυκος Βαρθολομαίου Bonfilio ότι, επειδή ήλθεν εις τα ώτα της Αυθεντίας, ότι πολλοί αποσυρόμενοι εις μέρη τινά εκτός των συνήθων παίζουσι κύβους, η άλλα τυχηρά παιγνίδια λίαν αισχρώς καταναλίσκοντες τα υπάρχοντα, ο Αυθέντης ο Δούξ και το Συμβούλιόν του παραγγέλλουσι δια το καλόν των πολιτών εις το εξής να μη τολμήση τις εν τη πόλει η εν τω Βούργω2 και έξω εις απόστασιν πέντε μιλίων από της πόλεως να παίζη ζάρια εις κατάστημα ή οικίαν ή άλλον τόπον μυστικόν ή φανερόν, ή να παίζη τάβλια ή ad postadelllas ή άλλο τυχηρόν παιγνίδιον οιονδήποτε πέραν των δέκα υπερπύρων δια τον καθ’ έκαστον την ημέραν παρά μόνο εις την Λέσχην και εις το Malcantone και το μέρος της Ρούγας3, το οποίον ευρίσκεται μεταξύ της Λέσχης και του Malcantone, και ενταύθα όμως δεν επιτρέπεται να παίζωσιν εντός καταστήματος ή οικίας και ακόμη να μη παίζωσιν υπό φως επί ποινή 25 υπερπύρων δι’ έκαστον παραβάτην και 100 υπερπύρων δια τον ιδιοκτήτην ή ενοικιαστήν του καταστήματος ή της οικίας δι’ εκάστην φοράν”.
Εκ των ανωτέρω καταφαίνεται πόσον είχεν επικρατήσει κατά τον 14 αιώνα εις Χάνδακα η τάσις αύτη προς την κυβείαν, δια να τίθενται δε μόνον οι ανωτέρω περιορισμοί κατά τόπον και το ποσόν των παιζομένων χρημάτων, αποδεικνύεται πόσον ήτο δυσχερής ένεκα της πολυχρονίου συνηθείας η παντελής εκρίζωσίς του κακού.
Ένα αιώνα κατόπιν ήτοι κατά το μέσον του 15 αιώνος η κυβεία ήτο ευρύτατα διαδεδομένη εν Κρήτη ως μανθάνομεν εκ του συγχρόνου στιχουργού Στεφάνου του Σαχλίκη, οι δε νέοι ιδία της εηοχής αυτής μετά μανίας επεδίδοντο είς αυτήν ασωτεύοντες τα υπάρχοντα.
Διαβάζομε στο ενδιαφέρον κείμενο του τότε εφόρου αρχαιοτήτων Κρήτης:“Τα ζάρια
“Η των κύβων παιδιά ανάγεται εις πολύ παλαιάν εποχήν. Ο Ηρόδοτος λέγει ταύτην εφεύρεσιν των αρχαίων Λυδών, ο Σοφοκλής την αποδίδει εις τον εφευρετικόν Παλαμήδην της Τρωικής εποχής, ο δε Πλάτων εις τον Αιγύπτιον Θεύθ.
Παρ’ Ελλησι και τοις Ρωμαίοις η παιδιά δια τριών κύβων ήτο τόσον διαδεδομενη, ώστε όχι μόνον μας παρεδόθησαν υπό των αρχαίων συγγραφέων τα ιδιαίτερα ονόματα των διαφόρων βόλων αριθμούμενα περί τα εξήκοντα πέντε, αλλά και συγγράμματα ανα- φέρονται περί κύβων και της κυβείας, όπως λ.χ. το του Αυτοκράτορος Κλαυδίου μανιώδους κυβευτού “περί της των κύβων παιδιάς”!
Παρά των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων εκληρονόμησαν το κυβεύειν οι Βυζαντινοί και παρά τούτων πιθανώτατα παρέλαβον αυτήν οι Ενετοί. Νέα δε λέξις μεσαιωνική επλάσθη προς δήλωσιν των κύβων και την κυβείαν το λατινικόν Azardus και το ελληνικόν Ζάρια.
Οι Ενετοί καταλαβόντες την Κρήτην κατά τας αρχάς του 13ου αιώνος εισήγαγον προς τοις άλλοις και τους κύβους, οι οποίοι δεν ήσαν πλέον παιδιά προς διασκέδασιν, αλλά κυβεία αληθής επί χρήμασιν, εις ην νέοι και γέροντες, ευγενείς αστοί και άνθρωποι του λαού μετά μανίας επεδίδοντο καταναλίσκοντες τον χρόνον εν αργία και ασωστεύοντες τα υπάρχοντα.
Η Ενετική της νήσου Διοίκησις ηθέλησε φαίνεται ενίοτε αν ουχί να εξάλειψη το κακόν (τούτο ήτο αδύνατον), αλλά να το περιορίση τουλάχιστον εν τίνι μέτρω. Βλέπομεν όθεν ότι εν Χάνδακι τη πρωτευούση της νήσου, όπου η ολεθρία παιδιά είχεν υπερπλεονάσει, εξεδόθησαν κατά καιρούς προκηρύξεις περιοριστικοί επιβάλλουσαι χρηματικάς ποινάς εις τους παραβάτας. Δύο τοιαύτας προκηρύξεις (Banna) ευρίσκω δημοσιευμένας μεταξύ άλλων υπό τους εκ Βέρνης J. Jegerlener εις το Βυζαντινόν Δελτίον του Κρουμάχερ εκ της 14 εκατονταετηρίδος, τας οποίας εν μεταφράσει παραθέτω ενταύθα.18 Ιανουαρίου 1350“Προεκηρύχθη δημοσία υπό του κήρυκος Πέτρου Βίδου. Κανείς εις το εξής να μη τολμήση να παίζη τα ζάρια με χρήματα αλλαχού παρά κάτωθι της Λέσχης1 επί ποινή πέντε υπερ πύρων δια τον καθένα εκάστην φοράν.
Ανατίθεται δε εις τους δημοσίους κατηγόρους (Advocatores Communis) να ενεργώσι τας ανακρίσεις περί των παραβατών!28 Ιουνίου 1366“Προεκηρύχθη δημοσία από της Λέσχης και έξω των Πυλών του Χάνδακος δια του δημοσίου κήρυκος Βαρθολομαίου Bonfilio ότι, επειδή ήλθεν εις τα ώτα της Αυθεντίας, ότι πολλοί αποσυρόμενοι εις μέρη τινά εκτός των συνήθων παίζουσι κύβους, η άλλα τυχηρά παιγνίδια λίαν αισχρώς καταναλίσκοντες τα υπάρχοντα, ο Αυθέντης ο Δούξ και το Συμβούλιόν του παραγγέλλουσι δια το καλόν των πολιτών εις το εξής να μη τολμήση τις εν τη πόλει η εν τω Βούργω2 και έξω εις απόστασιν πέντε μιλίων από της πόλεως να παίζη ζάρια εις κατάστημα ή οικίαν ή άλλον τόπον μυστικόν ή φανερόν, ή να παίζη τάβλια ή ad postadelllas ή άλλο τυχηρόν παιγνίδιον οιονδήποτε πέραν των δέκα υπερπύρων δια τον καθ’ έκαστον την ημέραν παρά μόνο εις την Λέσχην και εις το Malcantone και το μέρος της Ρούγας3, το οποίον ευρίσκεται μεταξύ της Λέσχης και του Malcantone, και ενταύθα όμως δεν επιτρέπεται να παίζωσιν εντός καταστήματος ή οικίας και ακόμη να μη παίζωσιν υπό φως επί ποινή 25 υπερπύρων δι’ έκαστον παραβάτην και 100 υπερπύρων δια τον ιδιοκτήτην ή ενοικιαστήν του καταστήματος ή της οικίας δι’ εκάστην φοράν”.
Εκ των ανωτέρω καταφαίνεται πόσον είχεν επικρατήσει κατά τον 14 αιώνα εις Χάνδακα η τάσις αύτη προς την κυβείαν, δια να τίθενται δε μόνον οι ανωτέρω περιορισμοί κατά τόπον και το ποσόν των παιζομένων χρημάτων, αποδεικνύεται πόσον ήτο δυσχερής ένεκα της πολυχρονίου συνηθείας η παντελής εκρίζωσίς του κακού.
Ένα αιώνα κατόπιν ήτοι κατά το μέσον του 15 αιώνος η κυβεία ήτο ευρύτατα διαδεδομένη εν Κρήτη ως μανθάνομεν εκ του συγχρόνου στιχουργού Στεφάνου του Σαχλίκη, οι δε νέοι ιδία της εηοχής αυτής μετά μανίας επεδίδοντο είς αυτήν ασωτεύοντες τα υπάρχοντα.
Ο Σαχλίκης
Ζωηράν εικόνα του ζαριστού μας παρουσιάζει ο Σαχλίκης είς στιχούργημά του, το οποίον δημοσιεύομεν παρακάτω. Περί του ποιητού τούτου θα ομιλήσωμεν αλλαχού, σημειούμεν δε μόνο ότι έζησεν ούτος κατά την 15 εκατονταετηρίδα είς Χάνδακα, (σ.σ., ήταν του 14ου αιώνα, 1331-1391 αλλά προφανώς το στοιχείο δεν ήταν γνωστό όταν ο Στ. Ξ. έγραφε τη μελέτη) ότι κατήγετο εκ γονέων εντίμων και ευπόρων, και ότι κατεσπατάλησε την κληρομίαν του είς τα ζάρια και τα πορνεία και ότι επί τέλους ένεκα της πολιτικής Κουταγιώταινας ερρίφθη είς την φυλακήν του Χάνδακος, οπόθεν έγραψε τα πλείστα των ποιημάτων του, και δη και το παρόν, όπερ απευθύνει ως ερμηνείαν ήτοι παραίνεσιν προς νέον τινά Φρατζισκήν λεγόμενον υιόν στενού του φίλου ακολουθούντο την αυτήν οδόν της ασωτείας, ήτις ωδήγησε και τον Σαχλίκην είς την ειρκτήν.
Το ποίημα αυτό εδημοσιεύθη προ ετών υπό του Legrand και είτα υπό του Wagner και διωρθώθη εκ των πολλών σφαλμάτων υπό τούτων και του εν Οδησσώ κ. Συνόδη Παπαδημητρίου, διορθούται δε και υπ’ εμού κατωτέρω πολλά, αλλά δε προσαρμόσθησαν προς το Κρητικόν ιδίωμα.
Δεύτερον συμβουλεύω σε τα ζάρια να μισήσης
και δι’ αυτά την χέρα σου ποτέ να μην την σείσης.
Οργίσου των των αζαριών από τον νουν σου ας έβγουν
ότι οπ’αγαπούν αυτά της ατυχιάς δουλεύγουν.
δεν έχει νουν ο ζαριστής, γυρίζει σκοτισμένος
δεν έχει χρήσιν η τιμήν αμμ’ ενε ντροπιασμένος
άλλου ερημιάν επεθυμά άλλον θε να πτωχάνη
τα ξέρνα ρούχα ρέγεται και τα δικά του χάνει.
Ο ζαριστής ορέγεται πάντα να ζυγανεύγη
και μ’αδικίαν ψιλοκοπά πάντα να μηχανεύγη·
ο ζαριστής αγανακτά, θυμόνεται, μανίζει,
την πίστιν του και τον Χριστόν και τους αγιούς υβρίζει.
Ο ζαριστής ουδέν ψηφά, αν εν κι’ ομόση ψόμα,
ομνεί και πάντα ‘πιορκά το δολερόν του στόμα·
και πεθυμά ο κακότυχοι με ξένα να πλουτήση
και κείνος από την πτωχειάν πολλά θ’αγανακτήση
όταν δεν έχει ο ζαριστής τα ρούχα του μαχεύγει
και παίζει τα και χρεόνεται, κι από την χώρα φεύγει
αμμ’ όταν κάτση ο άτυχος και παίξη το δικόν του
τα ρούχα και δινέρια του κ’ όλον το σπιτικόν του
δίχως να φα δίχω να πιή κάθεται χορτασμένος,
με την χολήν του παιγνιδιού είναι θαραπαϊμένος,
και μερονύκτιν κάθεται, νάπες ότι ν’δεμένος,
νάπες ότι καρφώσαν τον και στέκει καρφωμένος
όταν κερδέση ο ζαριστής σαν άμμο τα σκορπίζει,
κ’ ουδέν πιστεύγει ο άτυχος, ουδέ ποτέ του ελπίζει,
ότι τα κέρδεσε γοργόν εγρήγορα τα χάνει,
και γίνεται παντέρημος, τέλεια να πτωχάνη
θέλεις ιδή τον ζαριστήν, κι αν εν και έχη χρήσιν
κ’ αν εν και έχη χρήσιν κι αν έχη πέρπυρα πολλά, κι έχη λογάρι βρύσιν.
Τρία κομματσούλια κόκκαλα νάχουν κουκούδια μαύρα
τον βάνουσι τον ζαριστήν εις την εστιάν και λαύρα.
Κυλεί τ’ ο κακορρίζικος και δυνατά τ’απώθει
και γίνεται παντέρημος και κείνος δεν το γνώθει.
Κυλεί το ζάρι ο ζαριστής και’ δρώνει σαν να σκάφτη
χάνει ψυχήν και το κορμί και τα παιδιά του βλάφτει.
Οταν κερδαίνη ο ζαριστής, πολλοί τον συντροφιάζουν
αμμ’ όταν χάση αφίνουν τον μ’ουδέ τον ανεμιάζουν
κ’ όταν κερδέση μιαν φοράν, χάνει απ’οπίσω δέκα,
και των παιδιών του ‘ργίζεται και δέρνει την γυναίκα
και γδύνεται ο κακότυχος ν’αναπαυτή στο στρώμα,
νάπες ότι έστρωσαν τον αγκάθες με το χώμα.
Ο ζαριστής ορέγεται να κάτση στο παιγνίδιν
τα κοκκαλάκια να κυλή στο μαγληνόν σανίδιν.
Κερδαίνω, χάνω μοναχά εν όλη του η ομιλία
και φαίνεται του νόστιμος η τετοιανά δουλεία·
και καίετ’ ο κακότυχος και κείνος δεν το γνώθει.
κ’αφού τον ερημάξουσιν ετότες μεταγνώθει.
Πολλοί από βίαν του παιγνιδιού επήγασι κ’ εκλέψαν,
κ’ ευρήκασι μαι πιάσαν τους, στην φούρκαν τους επέψαν.
Ζωηράν εικόνα του ζαριστού μας παρουσιάζει ο Σαχλίκης είς στιχούργημά του, το οποίον δημοσιεύομεν παρακάτω. Περί του ποιητού τούτου θα ομιλήσωμεν αλλαχού, σημειούμεν δε μόνο ότι έζησεν ούτος κατά την 15 εκατονταετηρίδα είς Χάνδακα, (σ.σ., ήταν του 14ου αιώνα, 1331-1391 αλλά προφανώς το στοιχείο δεν ήταν γνωστό όταν ο Στ. Ξ. έγραφε τη μελέτη) ότι κατήγετο εκ γονέων εντίμων και ευπόρων, και ότι κατεσπατάλησε την κληρομίαν του είς τα ζάρια και τα πορνεία και ότι επί τέλους ένεκα της πολιτικής Κουταγιώταινας ερρίφθη είς την φυλακήν του Χάνδακος, οπόθεν έγραψε τα πλείστα των ποιημάτων του, και δη και το παρόν, όπερ απευθύνει ως ερμηνείαν ήτοι παραίνεσιν προς νέον τινά Φρατζισκήν λεγόμενον υιόν στενού του φίλου ακολουθούντο την αυτήν οδόν της ασωτείας, ήτις ωδήγησε και τον Σαχλίκην είς την ειρκτήν.
Το ποίημα αυτό εδημοσιεύθη προ ετών υπό του Legrand και είτα υπό του Wagner και διωρθώθη εκ των πολλών σφαλμάτων υπό τούτων και του εν Οδησσώ κ. Συνόδη Παπαδημητρίου, διορθούται δε και υπ’ εμού κατωτέρω πολλά, αλλά δε προσαρμόσθησαν προς το Κρητικόν ιδίωμα.
Δεύτερον συμβουλεύω σε τα ζάρια να μισήσης
και δι’ αυτά την χέρα σου ποτέ να μην την σείσης.
Οργίσου των των αζαριών από τον νουν σου ας έβγουν
ότι οπ’αγαπούν αυτά της ατυχιάς δουλεύγουν.
δεν έχει νουν ο ζαριστής, γυρίζει σκοτισμένος
δεν έχει χρήσιν η τιμήν αμμ’ ενε ντροπιασμένος
άλλου ερημιάν επεθυμά άλλον θε να πτωχάνη
τα ξέρνα ρούχα ρέγεται και τα δικά του χάνει.
Ο ζαριστής ορέγεται πάντα να ζυγανεύγη
και μ’αδικίαν ψιλοκοπά πάντα να μηχανεύγη·
ο ζαριστής αγανακτά, θυμόνεται, μανίζει,
την πίστιν του και τον Χριστόν και τους αγιούς υβρίζει.
Ο ζαριστής ουδέν ψηφά, αν εν κι’ ομόση ψόμα,
ομνεί και πάντα ‘πιορκά το δολερόν του στόμα·
και πεθυμά ο κακότυχοι με ξένα να πλουτήση
και κείνος από την πτωχειάν πολλά θ’αγανακτήση
όταν δεν έχει ο ζαριστής τα ρούχα του μαχεύγει
και παίζει τα και χρεόνεται, κι από την χώρα φεύγει
αμμ’ όταν κάτση ο άτυχος και παίξη το δικόν του
τα ρούχα και δινέρια του κ’ όλον το σπιτικόν του
δίχως να φα δίχω να πιή κάθεται χορτασμένος,
με την χολήν του παιγνιδιού είναι θαραπαϊμένος,
και μερονύκτιν κάθεται, νάπες ότι ν’δεμένος,
νάπες ότι καρφώσαν τον και στέκει καρφωμένος
όταν κερδέση ο ζαριστής σαν άμμο τα σκορπίζει,
κ’ ουδέν πιστεύγει ο άτυχος, ουδέ ποτέ του ελπίζει,
ότι τα κέρδεσε γοργόν εγρήγορα τα χάνει,
και γίνεται παντέρημος, τέλεια να πτωχάνη
θέλεις ιδή τον ζαριστήν, κι αν εν και έχη χρήσιν
κ’ αν εν και έχη χρήσιν κι αν έχη πέρπυρα πολλά, κι έχη λογάρι βρύσιν.
Τρία κομματσούλια κόκκαλα νάχουν κουκούδια μαύρα
τον βάνουσι τον ζαριστήν εις την εστιάν και λαύρα.
Κυλεί τ’ ο κακορρίζικος και δυνατά τ’απώθει
και γίνεται παντέρημος και κείνος δεν το γνώθει.
Κυλεί το ζάρι ο ζαριστής και’ δρώνει σαν να σκάφτη
χάνει ψυχήν και το κορμί και τα παιδιά του βλάφτει.
Οταν κερδαίνη ο ζαριστής, πολλοί τον συντροφιάζουν
αμμ’ όταν χάση αφίνουν τον μ’ουδέ τον ανεμιάζουν
κ’ όταν κερδέση μιαν φοράν, χάνει απ’οπίσω δέκα,
και των παιδιών του ‘ργίζεται και δέρνει την γυναίκα
και γδύνεται ο κακότυχος ν’αναπαυτή στο στρώμα,
νάπες ότι έστρωσαν τον αγκάθες με το χώμα.
Ο ζαριστής ορέγεται να κάτση στο παιγνίδιν
τα κοκκαλάκια να κυλή στο μαγληνόν σανίδιν.
Κερδαίνω, χάνω μοναχά εν όλη του η ομιλία
και φαίνεται του νόστιμος η τετοιανά δουλεία·
και καίετ’ ο κακότυχος και κείνος δεν το γνώθει.
κ’αφού τον ερημάξουσιν ετότες μεταγνώθει.
Πολλοί από βίαν του παιγνιδιού επήγασι κ’ εκλέψαν,
κ’ ευρήκασι μαι πιάσαν τους, στην φούρκαν τους επέψαν.
Θέλεις να δης στον ζαριστήν ένα καλόν σημάδιν;
οπ’ ένε πλέα μάστορας, ένεν και πλέα ρημάδιν.
Κυλεί τα ζάρια ο ζαριστής και τάβλες παίζει ομάδιν;
ετότες γίνεται πτωχός τέλεια ερημάδιν.
Ο μάστορας ο ζαριστής θέλει να προφητεύγη
και μ’αδικίαν ψυλοκοπά πάντα να μηχανεύγη
τες εσοδιές και πραγματιές όσες κι αν έχη τρώτες,
και τα παιδιά του πιάνουσι των Χριστιανών τες πόρτες.
Ο μάστορας ο ζαριστής πιστεύγει ν’αυγατίση
και με το κέρδος το κακόν ελπίζει να πλουτίση
και κείνος μα την μούζαν του μα την κακήν του μοίραν
τα ρούχα του’νε άτσαλα και γέμουσι την ψείραν
ο λογισμός του παιγνιδιού ωσάν εχθρός τον βιάζει
το πράγμα και τα ρούχα του’ς άδηλα να ξοδιάζη,
κ’αγανακτά την μοίραν του και κλαί το ριζικόν του,
το πως εκάτσεν άτυχος, κ’έχασε το δικόν του
κ’αναθυμάται τες βολές όπου τον επτωχάναν, και λέγει:
Εξυγανεύγαν με και δι’αυτό εχάνα,
αν είχαν έλθει ένδεκα εις την δική μου χέραν
εκέρδαινα τα πέρπυρα κ’είχα καλήν ημέραν.
Επτά θελα και δώδεκα κ’ ήλθε μου τέρσο κ’άσσο
τα ζάρια μου λεγαν κακόν κ’ ανάκειτο να χάσω
από δεκάξη το κρατεί στην ωκα πάντα’ λ ‘άσσο
εχάσα τα δηνέριά μου και πάλιν ας γελάσω.
Και κείνον οπού κέρδεσε εκείνον πάλιν ψέγουν,
ουδέν κατέχει τες βολές των αζαριών να λέγουν,
άσκημα σει την χέραν του, ρίκτει τα σαν ψημένος,
κ’ ουδέν κατέχει τίβοτας δεν είναι μαθημένος.
Και τότε λέγουσι γι’αυτόν άφες νάρθη κ’ εις άλλην
και κείνος εγλυκάθηκε και απ’εκατόν θα βάλη
κ’ όσα κ’ αν μας εκέρδεσε διπλά τα θέλει χάσει,
έρημον να τον κάμωμεν, κ’όλα να τα ξεράση,
και ναύρουν πρωτοζαριστήν και να τον εμπρεδέσουν
να τους εβγάλη το ταβλίν κ’εμπρός να του το θέσουν.
Εχάσαν τα δηνέρια των τα ρούχα των μαχεύσαν
κ’από τα ζάρια γέρθησαν έρημοι και μισεύσαν·
κι αν χάσουν δεν παιδεύονται, θέλουν να γδικαιωθούσιν
και πάλιν να διαγείρουσι κ’εις το ταβλίν ναρθούσιν·
θαρρώντα να κερδήσουσι εχάσαν ό,τι είχαν
και είτι τους απόμεινεν ουδέν’αξίζει τρίχαν.
Ο ζαριστής καθημερνώς δια κέρδος έχει θάρρος,
και κείνος από την πτωχείαν έχει μεγάλο βάρος
το κέρδος όπου πεθυμά ουδέν το πετυχαίνει,
και πάντοτε στο χαϊμόν, καθημερνώς πτωχαίνει.
Πιστεύει νάναι φρόνιμος και κείνος εν βουβάλι,
τον νουν του και το πράγμα του’ς τα ζάρια να το βάλλη.
Με τ’αύριον με το σήμερον θαρρεί για να πλουτήση
μα σπήτια από τα ζάρια ποτέ δεν θέλει κτίσει,
αμμέ αν έχη τίποτες πράγμα να το πουλήση,
το σπίτι του το έχειν του όλο να το ποντίση.
Είδες το ψάριν πως αρπά στο πέλαγος την ψίχα
αμμέ τ’οπίσω ρίκτουν του τ’αγκίστριν με την τρίχα·
έτσι το κάμνει ο ζαριστής όταν κερδέση λίγον
ύστερον παίρνει τρώγουσα και πόνον με τον ρίγον
όταν πιστεύγη ο ζαριστής και κάτσεν εντυμένος
εγέρθηκεν ολόγυμνος και παραπονεμένος·
εις το παιγνίδιν του θαρρεί, στον άνεμον ελπίζει,
κ’ εις τάφκαιρα και τάδηλα το πράγμα του σκορπίζει,
κ’όσο που χάνει ο άτυχος πλεότερα πεισματώνει,
κ’ αν αμαχέψη ρούχα του, πλέον δεν τα γλυτώνει.
Ο ζαριστής εσμίγεται με σύντροφον με φίλον,
και να κερδέση πεθυμά κ’αράσσει σαν τον σκύλον.
Ειδωλολάτρης γίνεται τα ζάρια ν’εορτάζη
και ν’αντιμετωπίζη τον θεόν τον δαίμονα να κράζη,
Κατέχη κύριν ή γονιόν, έχασε την ευκή του,
οπ’ ένε πλέα μάστορας, ένεν και πλέα ρημάδιν.
Κυλεί τα ζάρια ο ζαριστής και τάβλες παίζει ομάδιν;
ετότες γίνεται πτωχός τέλεια ερημάδιν.
Ο μάστορας ο ζαριστής θέλει να προφητεύγη
και μ’αδικίαν ψυλοκοπά πάντα να μηχανεύγη
τες εσοδιές και πραγματιές όσες κι αν έχη τρώτες,
και τα παιδιά του πιάνουσι των Χριστιανών τες πόρτες.
Ο μάστορας ο ζαριστής πιστεύγει ν’αυγατίση
και με το κέρδος το κακόν ελπίζει να πλουτίση
και κείνος μα την μούζαν του μα την κακήν του μοίραν
τα ρούχα του’νε άτσαλα και γέμουσι την ψείραν
ο λογισμός του παιγνιδιού ωσάν εχθρός τον βιάζει
το πράγμα και τα ρούχα του’ς άδηλα να ξοδιάζη,
κ’αγανακτά την μοίραν του και κλαί το ριζικόν του,
το πως εκάτσεν άτυχος, κ’έχασε το δικόν του
κ’αναθυμάται τες βολές όπου τον επτωχάναν, και λέγει:
Εξυγανεύγαν με και δι’αυτό εχάνα,
αν είχαν έλθει ένδεκα εις την δική μου χέραν
εκέρδαινα τα πέρπυρα κ’είχα καλήν ημέραν.
Επτά θελα και δώδεκα κ’ ήλθε μου τέρσο κ’άσσο
τα ζάρια μου λεγαν κακόν κ’ ανάκειτο να χάσω
από δεκάξη το κρατεί στην ωκα πάντα’ λ ‘άσσο
εχάσα τα δηνέριά μου και πάλιν ας γελάσω.
Και κείνον οπού κέρδεσε εκείνον πάλιν ψέγουν,
ουδέν κατέχει τες βολές των αζαριών να λέγουν,
άσκημα σει την χέραν του, ρίκτει τα σαν ψημένος,
κ’ ουδέν κατέχει τίβοτας δεν είναι μαθημένος.
Και τότε λέγουσι γι’αυτόν άφες νάρθη κ’ εις άλλην
και κείνος εγλυκάθηκε και απ’εκατόν θα βάλη
κ’ όσα κ’ αν μας εκέρδεσε διπλά τα θέλει χάσει,
έρημον να τον κάμωμεν, κ’όλα να τα ξεράση,
και ναύρουν πρωτοζαριστήν και να τον εμπρεδέσουν
να τους εβγάλη το ταβλίν κ’εμπρός να του το θέσουν.
Εχάσαν τα δηνέρια των τα ρούχα των μαχεύσαν
κ’από τα ζάρια γέρθησαν έρημοι και μισεύσαν·
κι αν χάσουν δεν παιδεύονται, θέλουν να γδικαιωθούσιν
και πάλιν να διαγείρουσι κ’εις το ταβλίν ναρθούσιν·
θαρρώντα να κερδήσουσι εχάσαν ό,τι είχαν
και είτι τους απόμεινεν ουδέν’αξίζει τρίχαν.
Ο ζαριστής καθημερνώς δια κέρδος έχει θάρρος,
και κείνος από την πτωχείαν έχει μεγάλο βάρος
το κέρδος όπου πεθυμά ουδέν το πετυχαίνει,
και πάντοτε στο χαϊμόν, καθημερνώς πτωχαίνει.
Πιστεύει νάναι φρόνιμος και κείνος εν βουβάλι,
τον νουν του και το πράγμα του’ς τα ζάρια να το βάλλη.
Με τ’αύριον με το σήμερον θαρρεί για να πλουτήση
μα σπήτια από τα ζάρια ποτέ δεν θέλει κτίσει,
αμμέ αν έχη τίποτες πράγμα να το πουλήση,
το σπίτι του το έχειν του όλο να το ποντίση.
Είδες το ψάριν πως αρπά στο πέλαγος την ψίχα
αμμέ τ’οπίσω ρίκτουν του τ’αγκίστριν με την τρίχα·
έτσι το κάμνει ο ζαριστής όταν κερδέση λίγον
ύστερον παίρνει τρώγουσα και πόνον με τον ρίγον
όταν πιστεύγη ο ζαριστής και κάτσεν εντυμένος
εγέρθηκεν ολόγυμνος και παραπονεμένος·
εις το παιγνίδιν του θαρρεί, στον άνεμον ελπίζει,
κ’ εις τάφκαιρα και τάδηλα το πράγμα του σκορπίζει,
κ’όσο που χάνει ο άτυχος πλεότερα πεισματώνει,
κ’ αν αμαχέψη ρούχα του, πλέον δεν τα γλυτώνει.
Ο ζαριστής εσμίγεται με σύντροφον με φίλον,
και να κερδέση πεθυμά κ’αράσσει σαν τον σκύλον.
Ειδωλολάτρης γίνεται τα ζάρια ν’εορτάζη
και ν’αντιμετωπίζη τον θεόν τον δαίμονα να κράζη,
Κατέχη κύριν ή γονιόν, έχασε την ευκή του,
έχασε και το πράγμά του, χάνει και την ψυχήν του.
Θωρείς υιέ μου Φρατζισκή τα κάμνει το παιγνίδιν,
τα κοκκαλάκια τα μικρά στο μαγληνόν σανίδιν;
λοιπόν, παιδί μου, έπρεπε να τ’απολησμονήσης,
αν θέλης την καλήν ζωήν να την αποκερδίσης·
αφες και τες πολιτικές, μίμησε και τα ζάρια,
της νύχτας τα γυρίσματα την πελελήν αγγάρεια.
Οι παιζόμενοι κύβοι, ως βλέπομεν εκ του ανωτέρω ποιήματος και ως γνωρίζομεν και άλλοθεν ήσαν τρεις τον αριθμόν ουχί δύο, όπως σήμερον εν Τουρκία και Ελλάδι, εκυλίσεντο δε επί στιλπνού σανιδιού επίτηδες κατασκευασμένου. Γνωρίζο- μεν επίσης ότι εκέρδιζον οι βόλοι αι αριθμούντες 7-14, έχανον δε οι αριθμούντες ολιγώτερον των 7 ή περισσότερον του 14, και τοιούτος ατυχής βόλος εκαλείτο Zara!
Θωρείς υιέ μου Φρατζισκή τα κάμνει το παιγνίδιν,
τα κοκκαλάκια τα μικρά στο μαγληνόν σανίδιν;
λοιπόν, παιδί μου, έπρεπε να τ’απολησμονήσης,
αν θέλης την καλήν ζωήν να την αποκερδίσης·
αφες και τες πολιτικές, μίμησε και τα ζάρια,
της νύχτας τα γυρίσματα την πελελήν αγγάρεια.
Οι παιζόμενοι κύβοι, ως βλέπομεν εκ του ανωτέρω ποιήματος και ως γνωρίζομεν και άλλοθεν ήσαν τρεις τον αριθμόν ουχί δύο, όπως σήμερον εν Τουρκία και Ελλάδι, εκυλίσεντο δε επί στιλπνού σανιδιού επίτηδες κατασκευασμένου. Γνωρίζο- μεν επίσης ότι εκέρδιζον οι βόλοι αι αριθμούντες 7-14, έχανον δε οι αριθμούντες ολιγώτερον των 7 ή περισσότερον του 14, και τοιούτος ατυχής βόλος εκαλείτο Zara!
Στέφανος Ξανθουδίδης
Έφορος των Αρχαιοτήτων Κρήτης”
Έφορος των Αρχαιοτήτων Κρήτης”